θηριοφόνος

Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολο-φόνος, ταυρο-φόνος.