ισχνολόγος

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰσχνολόγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο-λόγος, ψευδο-λόγος.