ισχυροπράγμων

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].