-η, -ο (Α ἰσόμαχος, -ον)ίσος στη μάχη, ισόπαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πολύ-μαχος, πρωτό-μαχος].