ισόφονος
Greek Monolingual
ἰσόφονος, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακό-φονος, νεό-φονος].
ἰσόφονος, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακό-φονος, νεό-φονος].