ισόδοξος

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. του ισοκλεής) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, φιλό-δοξος].