ἰχθυουλκός και ἰχθυολκός, ὁ (Α)ψαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ζυγ-ουλκός].