κάναβη

Revision as of 10:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο είδος
2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].