ισοτράπεζος
Greek Monolingual
ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].
ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].