καλαμότομος

Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU863.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

καλαμότομος, -ον (Α)
(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τομος, υλό-τομος].