καλαμότομος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμότομος Medium diacritics: καλαμότομος Low diacritics: καλαμότομος Capitals: ΚΑΛΑΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kalamótomos Transliteration B: kalamotomos Transliteration C: kalamotomos Beta Code: kalamo/tomos

English (LSJ)

καλαμότομον, furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU863.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

καλαμότομος, -ον (Α)
(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμότομος, υλότομος].