καινοφαής

Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

καινοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].