καλαμινθίτης

Revision as of 10:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, , wine A flavoured with mint, Dsc.5.52.

German (Pape)

[Seite 1307] οἶνος, mit Münze abgezogener Wein, Diosc.

Greek Monolingual

καλαμινθίτης ὁ (Α)
(ενν. οίνος) κρασί που παρασκευάζεται με μίνθη, με μέντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμίνθη + -ίτης (πρβλ. ρητιν-ίτης)].