καλαθωτός, -ή, -όν (Α)διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ακανθ-ωτός, δακτυλ-ωτός)].