καλαθωτός

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

καλαθωτός, -ή, -όν (Α)
διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ακανθωτός, δακτυλωτός)].