και καννάβιον / κανάβιον και καννάβιον, τὸ (Α)η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δάμαλις - δαμάλι(ον)].