καπνοσφράντης

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A smoke-sniffer, of a miser or a parasite, Com.Adesp.1025: as pr. n., Alciphr.3.49.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, Rauchriecher, Rauchschlucker, Bezeichnung des Geizhalses bei den Komikern, Eust. 750, 41. 1718, 61; bei Alciphr. 3, 49 Name eines Parasiten.

Greek (Liddell-Scott)

καπνοσφράντης: -ου, ὁ, ὁ τὸν καπνὸν ὀσφραινόμενος, ἐπὶ φυλαργύρων ἢ παρασίτου, Κωμ. Ἀνών. 102, Ἀλκίφρ. 3. 49.

Greek Monolingual

καπνοσφράντης, ὁ (Α)
αυτός που οσφραίνεται τον καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. κωνωπ-οσφράντης].