καρυόσχοινο

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
ναυτ. είδος ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως πρυμνήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -σχοινο(ν) (< σχοινί), πρβλ. καραβό-σχοινο, συρματό-σχοινο].