καρυόσχοινο

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. είδος ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως πρυμνήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -σχοινο(ν) (< σχοινί), πρβλ. καραβόσχοινο, συρματόσχοινο].