καρυόσχοινο

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. είδος ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως πρυμνήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -σχοινο(ν) (< σχοινί), πρβλ. καραβόσχοινο, συρματόσχοινο].