καρρόθεν

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.

Greek Monolingual

καρρόθεν (Α)
επίρρ. από κάτι καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιό-θεν, ουρανό-θεν)].