οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Full diacritics: καρρόθεν | Medium diacritics: καρρόθεν | Low diacritics: καρρόθεν | Capitals: ΚΑΡΡΟΘΕΝ |
Transliteration A: karróthen | Transliteration B: karrothen | Transliteration C: karrothen | Beta Code: karro/qen |
Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
καρρόθεν (Α)
επίρρ. από κάτι καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιόθεν, ουρανόθεν)].