καρποζιζανιοφόρος: οὗ ὁ καρπὸς εἶναι ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.
καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ)αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.