καστάνειος

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

καστάνειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιάκαστάνειος φλοιός», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, σύκ-ειος)].