καστάνειος

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

καστάνειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιάκαστάνειος φλοιός», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ειος (πρβλ. κύκνειος, σύκειος)].