καρυοειδής

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ειδής (πρβλ. γλωσσο-ειδής σπειρο-ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].