κατωλίθι

Revision as of 13:17, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
η κάτω πέτρα του μύλου που αλέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -λίθι (< λίθος), πρβλ. απανω-λίθι, ξερο-λίθι].