η1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημ-άδα, χαραμ-άδα].