κέντρωμα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το κεντρώ
1. νύξη, τσίμπημα, κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, αγκύλωμα
2. εμβόλιο που γίνεται σε φυτά, μπόλιασμα, μεταμόσχευση, κεντρωμάδα.