κέντρωμα
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
το κεντρώ
1. νύξη, τσίμπημα, κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, αγκύλωμα
2. εμβόλιο που γίνεται σε φυτά, μπόλιασμα, μεταμόσχευση, κεντρωμάδα.