Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κατωκλινῶς (Μ)επίρρ. με κλίση προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -κλινῶς (< -κλινής < κλίνω), πρβλ. επι-κλινώς, ισο-κλινώς].