κατωκλινώς

Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κατωκλινῶς (Μ)
επίρρ. με κλίση προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -κλινῶς (< -κλινής < κλίνω), πρβλ. επι-κλινώς, ισο-κλινώς].