τοη κουκουβάγια ή, κατ' άλλους, ο γκιόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο- (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ-ω) + -πούλι (< πουλί), πρβλ. θαλασσο-πούλι, νυχτο-πούλι].