κλαψοπούλι
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Greek Monolingual
το
η κουκουβάγια ή, κατ' άλλους, ο γκιόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο- (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ-ω) + -πούλι (< πουλί), πρβλ. θαλασσοπούλι, νυχτοπούλι].