κοκκυβόας

Revision as of 13:39, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὄρνις, A cock, 'chanticleer', S.Fr.791 (κοκκο- codd. Eust.).

Greek Monolingual

κοκκυβόας, ὁ (Α)
φρ. «κοκκυβόας ὄρνις» — πετεινός, κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αυλο-βόας, ταυρο-βόας].