κολοβοκέρατος

Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.

German (Pape)

[Seite 1474] mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβόκερως

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοκέρᾱτος: -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.

Greek Monolingual

κολοβοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοντά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθο-κέρατος, στρεβλο-κέρατος].