κοκόρι

Revision as of 13:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
υποκορ. του κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + υποκορ. κατάλ. -ι (< -ιον), πρβλ. ορνίθ-ι].