Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοκόρι

From LSJ

Greek Monolingual

το
υποκορ. του κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + υποκορ. κατάλ. -ι (< -ιον), πρβλ. ορνίθι].