κοκόρι

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source

Greek Monolingual

το
υποκορ. του κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + υποκορ. κατάλ. -ι (< -ιον), πρβλ. ορνίθι].