κομίσκη

Revision as of 13:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Dor. -ᾱ, ἡ, Dim. of κόμη, Alcm.1.101 Diehl.

Greek Monolingual

κομίσκη, δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α)
υποκορ. του κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη, θηλ. του -ίσκος (πρβλ. παιδ-ίσκη, παρθεν-ίσκη)].