-η, -ο
1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας
2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ-όφθαλμος, μεγαλ-όφθαλμος].