κολλοπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ, (κόλλα) A dealer in glue, Poll.7.183.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, Leimhändler, Poll. 7, 183.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
κολλοπώλης, ὁ (Α)
πωλητής κόλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, οπωρο-πώλης.