κοραλλιοφάγος

Revision as of 13:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων με ακανόνιστο όστρακο, συχνά υποκυλινδρικό, που ανήκει στην οικογένεια traperiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliophagus < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -phagus (πρβλ. -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον του ρ. ἐσθίω)].