κοτυλίσκη

Revision as of 13:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ἡ, v. κοτυλίσκος.

Greek Monolingual

κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].