κραμβοκέφαλος

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κραμβοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριο-κέφαλος, ριζο-κέφαλος.