ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.
κράντειρα, ἡ (Α)(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].