ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Full diacritics: κράντειρα | Medium diacritics: κράντειρα | Low diacritics: κράντειρα | Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ |
Transliteration A: kránteira | Transliteration B: kranteira | Transliteration C: kranteira | Beta Code: kra/nteira |
ἡ, fem. of κραντήρ ΙΙ, APl. 4.220 (Antip.), Orph. Fr. 176.
κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].
ἡ, fem. zu κραντήρ; πόνου Antip.Sid. 35 (Plan. 220).