ο, θηλ. κοψομύτααυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο-μύτης, ψηλο-μύτης.