κρηπιδοποιός

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A boot-maker, Ath.13.568e.

Greek (Liddell-Scott)

κρηπῑδοποιός: ὁ, ὑποδηματοποιός, Λατ. crepidarius, Ἀθήν. 568Ε.

Greek Monolingual

κρηπιδοποιός, ὁ (Α)
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο-ποιός, οψο-ποιός.