κρεοσιτώ

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κρεοσιτῶ, -έω (Α)
έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σιτῶ (< -σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτο-σιτώ, λιπο-σιτώ].