κρανιοσκόπος
Greek Monolingual
ο, η
ανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].
ο, η
ανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].