ανθρωπολόγος

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωπολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ανθρωπολογία
αρχ.
αυτός που μιλά πολύ και με ευχαρίστηση για ανθρώπους, αυτός που απολαμβάνει τη συζήτηση με τους συνανθρώπους του.