κυματηδόν

Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Adv. A like a wave, Lyd.Ost.53.

German (Pape)

[Seite 1530] nach Art der Wellen, Io. Lyd.

Greek (Liddell-Scott)

κυμᾰτηδόν: Ἐπίρρ., ὡς κῦμα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. § 54.

Greek Monolingual

κυματηδόν (Μ)
όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, δηλωτική του τρόπου, κατά το πρηνη-δόν (πρβλ. σωρη-δόν, βαθμη-δόν)].