λιπόφιλος

Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, -ο
(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile < lip(o)- (< λίπος) + -phile (< φίλος)].